θήραγρος

θήραγρος
θήραγρος, -ον (Α)
1. (για όργανο) κατάλληλος για τη σύλληψη άγριων ζώων («πέδη θήραγρος»
2. ονομασία κυνηγετικού σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)-* + -αγρος (< άγρα), πρβλ. μύ-αγρος, πάν-αγρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θήραγρος — for catching wild beasts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήραγρον — θήραγρος for catching wild beasts masc/fem acc sg θήραγρος for catching wild beasts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Therágrvs — THERÁGRVS, i, Gr. Θηράγρος, ου, des Klymenus und der Epikaste jüngerer Sohn, wurde von seiner Schwester, Harpalyce, abgeschlachtet, und dem Vater zu essen vorgesetzet, als dieser sich ihrer, statt seiner Frau, wider ihren Willen bedienete.… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά …   Dictionary of Greek

  • θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… …   Dictionary of Greek

  • θηραγρία — θηραγρία, ἡ (Μ) [θήραγρος] το κυνήγι άγριων ζώων …   Dictionary of Greek

  • μύαγρος — ο (Α μύαγρος) νεοελλ. ζωολ. είδος πτηνού τής οικογένειας μυγοθήρες αρχ. 1. φίδι που πιάνει τα ποντίκια 2. το φυτό μελάμπυρον 3. το φυτό μυάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. θήραγρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”